Greek Meaning of spectacular

Θεαματικός

Other Greek words related to Θεαματικός

Definitions and Meaning of spectacular in English

Wordnet

spectacular (n)

a lavishly produced performance

Wordnet

spectacular (s)

sensational in appearance or thrilling in effect

characteristic of spectacles or drama

having a quality that thrusts itself into attention

FAQs About the word spectacular

Θεαματικός

a lavishly produced performance, sensational in appearance or thrilling in effect, characteristic of spectacles or drama, having a quality that thrusts itself i

αραβουργία,μπαρόκ ,εξωφρενικός,εντυπωσιακός,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός,δυνατός,επιδεικτικός,Ροκοκό

αυστηρός,σεμνός,απλός,σοβαρός,απλός,σκληρός,άκοσμος,Γυμνός,συντηρητικός,εκτεθειμένο

spectacles => γυαλιά, spectacled caiman => Φακοκέφαλος κροκόδειλος, spectacled => γυαλιστερό φίδι, spectacle => θέαμα, specs => Προδιαγραφές,