Greek Meaning of wreathed
στεφανωμένος
Other Greek words related to στεφανωμένος
Nearest Words of wreathed
Definitions and Meaning of wreathed in English
wreathed (imp.)
of Wreathe
wreathed (p. p.)
of Wreathe
FAQs About the word wreathed
στεφανωμένος
of Wreathe, of Wreathe
στολισμένος με κοσμήματα,στολισμένος με κοσμήματα,κυνηγημένος,διακοσμημένο,ανάγλυφο,κεντημένος,Φραγκοί,στεφανωμένος,χρυσός,δεμένο
μπερδεμένος,χαλαρό,Ξεμπερδεμένος,ξετυλιγμένο,ξετυλιγμένος
wreathe => στεφάνι, wreath => Στεφάνι, wreakless => απερίσκεπτος, wreaking => καταστροφική, wreakful => καταστροφικός,