FAQs About the word wreathed

στεφανωμένος

of Wreathe, of Wreathe

στολισμένος με κοσμήματα,στολισμένος με κοσμήματα,κυνηγημένος,διακοσμημένο,ανάγλυφο,κεντημένος,Φραγκοί,στεφανωμένος,χρυσός,δεμένο

μπερδεμένος,χαλαρό,Ξεμπερδεμένος,ξετυλιγμένο,ξετυλιγμένος

wreathe => στεφάνι, wreath => Στεφάνι, wreakless => απερίσκεπτος, wreaking => καταστροφική, wreakful => καταστροφικός,