FAQs About the word wreaking

καταστροφική

of Wreak

επιβλητικός,επιβάλλοντας,θέση,αξιολόγηση,τοποθέτηση,επιβολή,φορολόγηση,αιμορραγία,φόρτιση,εξαναγκασμός

No antonyms found.

wreakful => καταστροφικός, wreaker => Καταστροφέας, wreaken => εκδικώ, wreaked => προκάλεσε, wreak => προκαλώ,