Greek Meaning of wringing
στύψιμο
Other Greek words related to στύψιμο
Nearest Words of wringing
Definitions and Meaning of wringing in English
wringing (p. pr. & vb. n.)
of Wring
wringing ()
a. & n. from Wring, v.
FAQs About the word wringing
στύψιμο
of Wring, a. & n. from Wring, v.
στρέφω,Στρέβλωση,τραβώ,κλειδί,σπαρακτικό,πάλη,εξάρθρωση,μετατόπιση,προσχέδιο,ζωγραφίζω
εισάγοντας,εγκατάσταση,ενσταλάζοντας,εμφύτευση,εμπλοκή,Γέμιση,κράμπαρης,εμβολισμός,σφήνωση
wringer => στίφτης, wringed => στριμμένο, wringbolt => Σφικτήρας, wring out => στραγγίζω, wring from => Στύβω,