FAQs About the word wringing

στύψιμο

of Wring, a. & n. from Wring, v.

στρέφω,Στρέβλωση,τραβώ,κλειδί,σπαρακτικό,πάλη,εξάρθρωση,μετατόπιση,προσχέδιο,ζωγραφίζω

εισάγοντας,εγκατάσταση,ενσταλάζοντας,εμφύτευση,εμπλοκή,Γέμιση,κράμπαρης,εμβολισμός,σφήνωση

wringer => στίφτης, wringed => στριμμένο, wringbolt => Σφικτήρας, wring out => στραγγίζω, wring from => Στύβω,