Greek Meaning of stuffing
Γέμιση
Other Greek words related to Γέμιση
Nearest Words of stuffing
- stuffiness => βουλωμένη μύτη
- stuffily => Μπούχτινα
- stuffer => γέμιση
- stuffed tomato => Γεμιστά ντομάτες
- stuffed shirt => Αριστοκράτης
- stuffed peppers => Γεμιστά
- stuffed mushroom => Γεμιστά μανιτάρια
- stuffed grape leaves => Γεμιστά αμπελόφυλλα
- stuffed egg => Γεμιστά αυγά
- stuffed derma => Γεμιστό δέρμα
Definitions and Meaning of stuffing in English
stuffing (n)
a mixture of seasoned ingredients used to stuff meats and vegetables
padding put in mattresses and cushions and upholstered furniture
FAQs About the word stuffing
Γέμιση
a mixture of seasoned ingredients used to stuff meats and vegetables, padding put in mattresses and cushions and upholstered furniture
συμπληρώνω,γέμιση,Συσκευασία,γέμιση,Πλήρωση,επένδυση,βάτα,προσωρινή μνήμη,προφυλακτήρας,μαξιλάρι
εκσκαφή,σκάβω (έξω),φτυάρισμα,φτυάρισμα,Κοίλασμα (έξω)
stuffiness => βουλωμένη μύτη, stuffily => Μπούχτινα, stuffer => γέμιση, stuffed tomato => Γεμιστά ντομάτες, stuffed shirt => Αριστοκράτης,