FAQs About the word scooping (out)

σκάβω (έξω)

εκσκαφή,Κοίλασμα (έξω),φτυάρισμα,φτυάρισμα

αποκλεισμός,κλείσιμο (απενεργοποίηση),γέμιση,Συσκευασία,Συνδέοντας,στάση,Γέμιση,σφράγισμα,ασφυξία,απόφραξη

scooped (out) => σκαμμένο (έξω), scoop (out) => σκαλίζω (έξω), sconces => επιτοίχια φωτιστικά, scolds => τιμωρεί, scoffs => χλευάζει,