Greek Meaning of blocking

αποκλεισμός

Other Greek words related to αποκλεισμός

Definitions and Meaning of blocking in English

Wordnet

blocking (n)

the act of obstructing or deflecting someone's movements

Webster

blocking (p. pr. & vb. n.)

of Block

Webster

blocking (n.)

The act of obstructing, supporting, shaping, or stamping with a block or blocks.

Blocks used to support (a building, etc.) temporarily.

FAQs About the word blocking

αποκλεισμός

the act of obstructing or deflecting someone's movementsof Block, The act of obstructing, supporting, shaping, or stamping with a block or blocks., Blocks used

απορίας άξιο,απογοητευτικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εξουδετέρωση,Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση,αντίσταση,αποτρεπτικός,απορρόφηση

βοήθεια,βοήθεια,διευκολυντικό,υποκίνηση,ενθαρρυντικός,προώθηση,θρεπτικός,προώθηση,λείανση,χαλάρωση

blockhouse => Μπλόχαους, blockheadism => Ανταγωνισμός για τα βραβεία, blockhead => Μπλόκχεντ, blocker => μπλοκ, blocked => αποκλεισμένο,