Greek Meaning of thwarting

ματαιώνοντας

Other Greek words related to ματαιώνοντας

Definitions and Meaning of thwarting in English

Wordnet

thwarting (n)

an act of hindering someone's plans or efforts

Wordnet

thwarting (s)

preventing realization or attainment of a desire

Webster

thwarting (p. pr. & vb. n.)

of Thwart

FAQs About the word thwarting

ματαιώνοντας

an act of hindering someone's plans or efforts, preventing realization or attainment of a desireof Thwart

απορίας άξιο,αποκλεισμός,απορρόφηση,απογοητευτικός,εμποδίζοντας,άρνηση,εξουδετέρωση,ακυρώνει,αντίσταση,αποτρεπτικός

βοήθεια,βοήθεια,υποκίνηση,ενθαρρυντικός,διευκολυντικό,καλλιέργεια,θρεπτικός,προώθηση,λείανση,χαλάρωση

thwarter => ματαιωτής, thwarted => ματαιωμένος, thwart => Ματαιώνω, thwaite => ثوايت, thwacking => χτύπημα,