Greek Meaning of retardant
Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση
Other Greek words related to Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση
Nearest Words of retardant
Definitions and Meaning of retardant in English
retardant (n)
any agent that retards or delays or hinders
FAQs About the word retardant
Ένα υλικό που καθυστερεί την καύση
any agent that retards or delays or hinders
αποκλεισμός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,απορίας άξιο,αποτρεπτικός,απορρόφηση,απογοητευτικός,εμποδίζοντας,άρνηση,εξουδετέρωση
βοήθεια,βοήθεια,υποκίνηση,χαλάρωση,ενθαρρυντικός,διευκολυντικό,προώθηση,καλλιέργεια,θρεπτικός,προώθηση
retard => Καθυστερημένος, retama raetam => Ρετάμα, retama => Ριτάμα, retaliatory eviction => Αποβολή εκδίκησης, retaliatory => αντιποίνων,