Greek Meaning of easing

χαλάρωση

Other Greek words related to χαλάρωση

Definitions and Meaning of easing in English

Wordnet

easing (n)

a change for the better

the act of reducing something unpleasant (as pain or annoyance)

Webster

easing (p. pr. & vb. n.)

of Ease

FAQs About the word easing

χαλάρωση

a change for the better, the act of reducing something unpleasant (as pain or annoyance)of Ease

βοήθεια,ανακούφιση,βοηθητικός,αυτοματοποιημένο,αυτόματος,ηλεκτρονικός,μηχανικό,μηχανοκίνητος,μη χειρωνακτικός,ημιαυτόματο

μη αυτόματο,μη αυτοματοποιημένος

easiness => ευκολία, easily => εύκολα, easement => δουλεία, easeless => ασταμάτητο, easel => καβαλέτο,