FAQs About the word relieving

ανακούφιση

of Relieve, Serving or tending to relieve.

βοήθεια,χαλάρωση,βοηθητικός,ηλεκτρονικός,εξοικονόμηση χρόνου,αυτοματοποιημένο,μηχανικό,μηχανοκίνητος,μη χειρωνακτικός,ημιαυτόματο

μη αυτόματο,μη αυτοματοποιημένος

reliever => παυσίπονο, relievement => ανακούφιση, relieved => ανακουφισμένος, relieve oneself => αφοδεύω, relieve => ανακουφίζω,