Greek Meaning of automated
αυτοματοποιημένο
Other Greek words related to αυτοματοποιημένο
Nearest Words of automated
- automated teller => Αυτόματη ταμειακή μηχανή
- automated teller machine => αυτόματος ταμίας
- automath => αυτόματο
- automatic => αυτόματος
- automatic choke => Αυτόματο ντίζα
- automatic data processing => Αυτόματη επεξεργασία δεδομένων
- automatic data processing system => Αυτόματο σύστημα επεξεργασίας δεδομένων
- automatic drive => Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων
- automatic face recognition => Αυτόματη αναγνώριση προσώπου
- automatic firearm => Αυτόματο πυροβόλο όπλο
Definitions and Meaning of automated in English
automated (s)
operated by automation
FAQs About the word automated
αυτοματοποιημένο
operated by automation
αυτόματος,ρομποτικός,ηλεκτρονικός,μηχανικό,μηχανοκίνητος,αυτοματοποιημένος,βοήθεια,εξοικονόμησης εργασίας,μη χειρωνακτικός,αυτοενεργός
μη αυτόματο,μη αυτοματοποιημένος
automate => Αυτοματοποιώ, automata => αυτόματα, automat => Αυτόματο, automaker => κατασκευαστής αυτοκινήτων, autolytic => αυτολυτικός,