Greek Meaning of self-operating

αυτοματοποιημένος

Other Greek words related to αυτοματοποιημένος

Definitions and Meaning of self-operating in English

self-operating

functioning or capable of functioning by itself without a human operator

FAQs About the word self-operating

αυτοματοποιημένος

functioning or capable of functioning by itself without a human operator

αυτοματοποιημένο,αυτόματος,ρομποτικός,εξοικονόμησης εργασίας,μηχανικό,αυτοενεργός,αυτορρυθμιζόμενο,βοήθεια,ηλεκτρονικός,μηχανοκίνητος

μη αυτόματο,μη αυτοματοποιημένος

self-obsessed => εγωκεντρικός, self-observation => Αυτοπαρατήρηση, self-mastery => αυτοκυριαρχία, self-loathing => αυτομισία, self-loaders => Αυτόφορτοι,