Greek Meaning of self-operating
αυτοματοποιημένος
Other Greek words related to αυτοματοποιημένος
Nearest Words of self-operating
- self-obsessed => εγωκεντρικός
- self-observation => Αυτοπαρατήρηση
- self-mastery => αυτοκυριαρχία
- self-loathing => αυτομισία
- self-loaders => Αυτόφορτοι
- self-involvement => Εγωισμός
- self-instructed => αυτοδίδακτος
- self-inflicted => αυτοτραυματισμένος
- self-infatuated => Ερωτευμένος με τον εαυτό του
- self-importantly => με υπεροψία
- self-opinionatedness => Εγωισμός
- self-oriented => εγωκεντρικός
- self-perception => αυτοαντίληψη
- self-pleased => αυτάρεσκος
- self-pleasing => Αυτοϊκανοποιημένος
- self-poise => αυτοπειθαρχία
- self-poised => Ψύχραιμος
- self-possessedly => Ψύχραιμα
- self-preoccupation => αυτοσυγκέντρωση
- self-preoccupied => εγωκεντρικός
Definitions and Meaning of self-operating in English
self-operating
functioning or capable of functioning by itself without a human operator
FAQs About the word self-operating
αυτοματοποιημένος
functioning or capable of functioning by itself without a human operator
αυτοματοποιημένο,αυτόματος,ρομποτικός,εξοικονόμησης εργασίας,μηχανικό,αυτοενεργός,αυτορρυθμιζόμενο,βοήθεια,ηλεκτρονικός,μηχανοκίνητος
μη αυτόματο,μη αυτοματοποιημένος
self-obsessed => εγωκεντρικός, self-observation => Αυτοπαρατήρηση, self-mastery => αυτοκυριαρχία, self-loathing => αυτομισία, self-loaders => Αυτόφορτοι,