Greek Meaning of self-inflicted

αυτοτραυματισμένος

Other Greek words related to αυτοτραυματισμένος

Definitions and Meaning of self-inflicted in English

self-inflicted

inflicted by oneself, inflicted or caused by oneself

FAQs About the word self-inflicted

αυτοτραυματισμένος

inflicted by oneself, inflicted or caused by oneself

αυτοεπιβαλλόμενος,εθελοντικός,συνειδητός,θεωρούμενος,εσκεμμένος,εκούσιος,προγραμματισμένη,προμελετημένο,σκόπιμος,εσκεμμένος

τυχαίο,εξαναγκαστικός,ακούσιος,ακούσιος,ακούσιο,απρόθυμος,αυτόματος,εξαναγκασμένος,ενστικτώδης,αυθόρμητος

self-infatuated => Ερωτευμένος με τον εαυτό του, self-importantly => με υπεροψία, self-image => Αυτό-εικόνα, self-identity => ταυτότητα εαυτού, self-identities => ταυτότητες αυτοπροσδιορισμού,