Greek Meaning of self-mastery

αυτοκυριαρχία

Other Greek words related to αυτοκυριαρχία

Definitions and Meaning of self-mastery in English

self-mastery

the ability to control one's own desires or impulses

FAQs About the word self-mastery

αυτοκυριαρχία

the ability to control one's own desires or impulses

συγκράτηση,Ψυχραιμία,εμπιστοσύνη,Εγκράτεια,Αποφασιστικότητα,Πειθαρχία,νεύρο,αυτοέλεγχος,Αυτοέλεγχος,Αυτοπειθαρχία

ικανοποίηση,επιείκεια,ασυδοσία,Παράπτωμα,υπερβολή,αποτυχημένος,λάθος,Αδυναμία,αδυναμία,ευθραυστότητα

self-loathing => αυτομισία, self-loaders => Αυτόφορτοι, self-involvement => Εγωισμός, self-instructed => αυτοδίδακτος, self-inflicted => αυτοτραυματισμένος,