Greek Meaning of self-obsessed

εγωκεντρικός

Other Greek words related to εγωκεντρικός

Definitions and Meaning of self-obsessed in English

self-obsessed

excessively preoccupied with oneself or with one's own concerns, characteristic of one who is self-obsessed

FAQs About the word self-obsessed

εγωκεντρικός

excessively preoccupied with oneself or with one's own concerns, characteristic of one who is self-obsessed

εγωιστικός,εγωιστής,εγωκεντρικός,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστικός,ναρκισσιστής,εγωκεντρικός,εγωκεντρικός,εγωιστικός

αλτρουιστικός,φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,γενναιόδωρος,ανθρωπιστικός,γενναιόδωρος,φιλανθρωπικός,φιλανθρωπικός,ανιδιοτελής,αυτάρεσκος

self-observation => Αυτοπαρατήρηση, self-mastery => αυτοκυριαρχία, self-loathing => αυτομισία, self-loaders => Αυτόφορτοι, self-involvement => Εγωισμός,