Greek Meaning of self-reflective

αυτοαναφορικός

Other Greek words related to αυτοαναφορικός

Definitions and Meaning of self-reflective in English

self-reflective

marked by or engaging in self-reflection

FAQs About the word self-reflective

αυτοαναφορικός

marked by or engaging in self-reflection

στοχαστικός,ενδοσκοπικός,Διαλογικός,στοχαστικός,ανακλαστικός,αναδρομική,στοχαστικός,αναλυτικός,Αναλυτικός,κλώσσα

ανέμελος,φρίβολος,αστοχαστικό,επιπόλαιος,ανοησυ,ανόητος,αφηρημένος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,ανόητος

self-reflection => αυτοπροβληματισμός, self-recrimination => αυτομομφή, self-recognition => αυτοαναγνώριση, self-questioning => Αυτοαμφισβήτηση, self-protective => αυτοπροστατευτικός,