Greek Meaning of philosophical
Φιλοσοφικός
Other Greek words related to Φιλοσοφικός
- αναλυτικός
- Αναλυτικός
- λογικός
- λογικός
- σοβαρός
- ενδοσκοπικός
- αναδρομική
- αυτοαναφορικός
- σοβαρός
- επίσημος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- στοχαστικός
- απρόσεκτος
- αφηρημένος
- κλώσσα
- νοητικός
- στοχαστικός
- εσκεμμένος
- τάφος
- Διαλογικός
- μελαγχολία
- στοχασμός
- στοχαστικός
- προβληματισμένος
- σκόπιμος
- ανακλαστικός
- Μηρυκαστικό
- Προβληματισμένος
- σιωπηλός
- σοβαρός
- σοβαρός
- νηφάλιος
- βαρύς
Nearest Words of philosophical
- philosophic => φιλοσοφικός
- philosopher's wool => μαλλί του φιλοσόφου
- philosophers' wool => Φιλοσοφική βαμβά
- philosopher's stone => λίθος των φιλοσόφων
- philosophers' stone => Φιλοσοφικός λίθος
- philosopher => φιλόσοφος
- philosopheme => φιλοσόφημα
- philosophe => φιλόσοφος
- philosophation => Φιλοσοφία
- philosophate => φιλοσοφώ
- philosophical doctrine => Φιλοσοφική διδασκαλία
- philosophical system => Φιλοσοφικό σύστημα
- philosophical theory => φιλοσοφική θεωρία
- philosophically => Φιλοσοφικά
- philosophies => φιλοσοφίες
- philosophise => φιλοσοφώ
- philosophiser => φιλοσοφώ
- philosophism => φιλοσοφία
- philosophist => φιλόσοφος
- philosophistic => φιλοσοφικός
Definitions and Meaning of philosophical in English
philosophical (a)
of or relating to philosophy or philosophers
philosophical (s)
characterized by the attitude of a philosopher; meeting trouble with level-headed detachment
philosophical (a.)
Of or pertaining to philosophy; versed in, or imbued with, the principles of philosophy; hence, characterizing a philosopher; rational; wise; temperate; calm; cool.
FAQs About the word philosophical
Φιλοσοφικός
of or relating to philosophy or philosophers, characterized by the attitude of a philosopher; meeting trouble with level-headed detachmentOf or pertaining to ph
αναλυτικός,Αναλυτικός,λογικός,λογικός,σοβαρός,ενδοσκοπικός,αναδρομική,αυτοαναφορικός,σοβαρός,επίσημος
ανέμελος,φρίβολος,ανοησυ,αφηρημένος,απρόσεκτος,ανόητος,ανόητος,επιπόλαιος,Ζάλη,ανόητος
philosophic => φιλοσοφικός, philosopher's wool => μαλλί του φιλοσόφου, philosophers' wool => Φιλοσοφική βαμβά, philosopher's stone => λίθος των φιλοσόφων, philosophers' stone => Φιλοσοφικός λίθος,