Greek Meaning of abstracted
αφηρημένος
Other Greek words related to αφηρημένος
- αποσπασμένος
- προβληματισμένος
- απών
- απρόσεκτος
- απορροφάται
- απορημένος
- μπερδεμένος
- ζαλισμένος
- απορροφημένος
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- Άσχετος
- Ονειροπόλημα ξύπνιοι
- ονειρευόμενος
- ονειρικός
- μακριά
- επιπόλαιος
- ομιχλώδης
- ξεχασιάρης
- λήθη
- θολό
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- αναίσθητος
- πρόθεση
- μπερδεμένος
- ανυποψίαστος
- στοχαστικός
- ενθουσιασμένος
- αφηρημένος
- εν αγνοία
- Αναίσθητος
- εστίαση
- Απροσδιόριστος
- απρόσεκτος
- άθελά του
- απρόσεκτος (aprósektos)
- ανεπαίσθητος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- άθελά του
- ελεύθερος
Nearest Words of abstracted
- abstract thought => Αφηρημένη σκέψη
- abstract expressionism => Αφηρημένος εξπρεσιονισμός
- abstract entity => Αφηρημένη οντότητα
- abstract artist => Αφηρημένος καλλιτέχνης
- abstract art => Αφηρημένη τέχνη
- abstract => αφηρημένος
- abstorted => εκτρωθεί
- abstinently => εγκρατώς
- abstinent => εγκρατής
- abstinency => αποχή
Definitions and Meaning of abstracted in English
abstracted (s)
lost in thought; showing preoccupation
abstracted (imp. & p. p.)
of Abstract
abstracted (a.)
Separated or disconnected; withdrawn; removed; apart.
Separated from matter; abstract; ideal.
Abstract; abstruse; difficult.
Inattentive to surrounding objects; absent in mind.
FAQs About the word abstracted
αφηρημένος
lost in thought; showing preoccupationof Abstract, Separated or disconnected; withdrawn; removed; apart., Separated from matter; abstract; ideal., Abstract; abs
αποσπασμένος,προβληματισμένος,απών,απρόσεκτος,απορροφάται,απορημένος,μπερδεμένος,ζαλισμένος,απορροφημένος,μπερδεμένος
συναγερμός,ζωντανός,προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,συνειδητός,αρραβωνιασμένος,ενσυνείδητος,κοφτερός,επιφυλακτικός,επαγρυπνών
abstract thought => Αφηρημένη σκέψη, abstract expressionism => Αφηρημένος εξπρεσιονισμός, abstract entity => Αφηρημένη οντότητα, abstract artist => Αφηρημένος καλλιτέχνης, abstract art => Αφηρημένη τέχνη,