Greek Meaning of abstractedness

Αφηρημάδα

Other Greek words related to Αφηρημάδα

Definitions and Meaning of abstractedness in English

Wordnet

abstractedness (n)

preoccupation with something to the exclusion of all else

Webster

abstractedness (n.)

The state of being abstracted; abstract character.

FAQs About the word abstractedness

Αφηρημάδα

preoccupation with something to the exclusion of all elseThe state of being abstracted; abstract character.

απουσία,αφαίρεση,Απόσπαση,Απομακρυσμένη,Άγνοια,Απώλεια συνείδησης,ανάληψη,αφηρημάδα,Αδιαφορία,περισπασμός

απορρόφηση,προσοχή,συγκέντρωση,αφοσίωση,εμβάπτιση,εφαρμογή,συνείδηση,Συνείδηση,εξέταση,γοητεία

abstractedly => αφηρημένα, abstracted => αφηρημένος, abstract thought => Αφηρημένη σκέψη, abstract expressionism => Αφηρημένος εξπρεσιονισμός, abstract entity => Αφηρημένη οντότητα,