Greek Meaning of abstinently

εγκρατώς

Other Greek words related to εγκρατώς

Definitions and Meaning of abstinently in English

Webster

abstinently (adv.)

With abstinence.

FAQs About the word abstinently

εγκρατώς

With abstinence.

εγκράτεια,Εγκράτεια,Πειθαρχία,συγκράτηση,Αὐτοεκμηδενισμός,Αυταπάρνηση,Νηφαλιότητα,ασκητισμός,λιτότητα,έλεγχος

αδηφαγία,Απληστία,Ηδονισμός,αρπακτικότητα,αυτοϊκανοποίηση,λαχτάρα,αρπακτικότητα,λαίμαργος,Συβαριτισμός

abstinent => εγκρατής, abstinency => αποχή, abstinence => αποχή, abstersiveness => αποχή, abstersive => καθαρτικό,