Greek Meaning of abstinently
εγκρατώς
Other Greek words related to εγκρατώς
Nearest Words of abstinently
- abstorted => εκτρωθεί
- abstract => αφηρημένος
- abstract art => Αφηρημένη τέχνη
- abstract artist => Αφηρημένος καλλιτέχνης
- abstract entity => Αφηρημένη οντότητα
- abstract expressionism => Αφηρημένος εξπρεσιονισμός
- abstract thought => Αφηρημένη σκέψη
- abstracted => αφηρημένος
- abstractedly => αφηρημένα
- abstractedness => Αφηρημάδα
Definitions and Meaning of abstinently in English
abstinently (adv.)
With abstinence.
FAQs About the word abstinently
εγκρατώς
With abstinence.
εγκράτεια,Εγκράτεια,Πειθαρχία,συγκράτηση,Αὐτοεκμηδενισμός,Αυταπάρνηση,Νηφαλιότητα,ασκητισμός,λιτότητα,έλεγχος
αδηφαγία,Απληστία,Ηδονισμός,αρπακτικότητα,αυτοϊκανοποίηση,λαχτάρα,αρπακτικότητα,λαίμαργος,Συβαριτισμός
abstinent => εγκρατής, abstinency => αποχή, abstinence => αποχή, abstersiveness => αποχή, abstersive => καθαρτικό,