Greek Meaning of restraint
συγκράτηση
Other Greek words related to συγκράτηση
- Πειθαρχία
- Αναστολή
- καταστολή
- καταστολή
- Ψυχραιμία
- περιορισμός
- Εγκράτεια
- έλεγχος
- Διακριτικότητα
- κατοχή
- αποχή
- εφεδρεία
- αυτοέλεγχος
- Αυτοέλεγχος
- Αυτοσυγκράτηση
- αποξένωση
- ντροπαλότητα
- εντολή
- απόσταση
- κυριαρχία
- σεμνότητα
- εχεμύθεια
- αυτολογοκρισία
- αυτονομία
- Αυταπάρνηση
- Αυτοπειθαρχία
- Αυτοδιοίκηση
- αυτοκυριαρχία
- ψυχραιμία
- δειλία
- σιωπή
- σιωπηλότητα
- θα
- θέληση
Nearest Words of restraint
- restraint of trade => Περιορισμός του εμπορίου
- restrengthen => ενισχύω εκ νέου
- restrict => περιορίζω
- restricted => περιορισμένος
- restricting => περιοριστικός
- restriction => περιορισμός
- restriction endonuclease => Περιοριστική ενδονουκλεάση
- restriction enzyme => Ενζυμο περιορισμού
- restriction fragment => Κατακερματισμός περιορισμού
- restriction nuclease => Ένζυμο αναστολής
Definitions and Meaning of restraint in English
restraint (n)
the act of controlling by restraining someone or something
discipline in personal and social activities
the state of being physically constrained
a rule or condition that limits freedom
lack of ornamentation
a device that retards something's motion
restraint (n.)
The act or process of restraining, or of holding back or hindering from motion or action, in any manner; hindrance of the will, or of any action, physical or mental.
The state of being restrained.
That which restrains, as a law, a prohibition, or the like; limitation; restriction.
FAQs About the word restraint
συγκράτηση
the act of controlling by restraining someone or something, discipline in personal and social activities, the state of being physically constrained, a rule or c
Πειθαρχία,Αναστολή,καταστολή,καταστολή,Ψυχραιμία,περιορισμός,Εγκράτεια,έλεγχος,Διακριτικότητα,κατοχή
Αποαναστολή,ικανοποίηση,Ακράτεια,επιείκεια,απεριόριστος,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Υπερβολή,Ανεξέλεγκτο
restrainment => περιορισμός, restraining => συγκρατημένος, restrainer => συγκρατητής, restrainedly => συγκρατημένα, restrained => συγκρατημένος,