Greek Meaning of modesty
σεμνότητα
Other Greek words related to σεμνότητα
- επιθετικότητα
- αλαζονεία
- διεκδικητικότητα
- υπόθεση
- στάση
- τόλμη
- θράσος
- θρασύτητα
- εγωισμός
- Εγωισμός
- εγωισμός
- θρασύτητα
- Αλαζονεία
- ύψος
- οργή
- αυταρχικότητα
- εξύψωση
- μεγαλείο
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- αυταρχικότητα
- αλαζονεία
- αλαζονεία
- αυθάδεια
- Πρόφαση
- Πρόφαση
- αξίωση
- προσποίηση
- υπερηφάνια
- υπερηφάνεια
- υπεροψία
- Υπεροχή
- θράσος
- καύχηση
- θράσος
- θράσος
- Αλαζονεία
- αυτοπεποίθηση
- Περιφρόνηση
- θράσος
- Θράσος
- Θράσσος
- νεύρο
- Επίδειξη
- θράσος
- περιφρόνηση
- εγωκεντρισμός
- εφησυχασμός
- εγωισμός
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- αυτοϊκανοποίηση
- αλαζονεία
- θόρυβος
- θρασύτητα
- ματαιοδοξία
- αυτοεπιβεβαίωση
- αλαζονεία
- επίδειξη
- Επίδειξη
- αυτοέπαινος
- εγωισμός
- Επίδειξη
- θωρακισμός
- Αυτοαξίωση
- ματαιοδοξία
Nearest Words of modesty
- modestness => μετριοφροσύνη
- modestly => μετριοπαθώς
- modest petrovich mussorgsky => Μοντέστ Πέτροβιτς Μουσόργκσκι
- modest petrovich moussorgsky => Μοντέστ Πετρόβιτς Μουσόργκσκι
- modest mussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι
- modest moussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι
- modest => σεμνός
- modernness => μοντερνισμός
- modernly => σύγχρονα
- modernizing => εκσυγχρονίζω
Definitions and Meaning of modesty in English
modesty (n)
freedom from vanity or conceit
formality and propriety of manner
modesty (n.)
The quality or state of being modest; that lowly temper which accompanies a moderate estimate of one's own worth and importance; absence of self-assertion, arrogance, and presumption; humility respecting one's own merit.
Natural delicacy or shame regarding personal charms and the sexual relation; purity of thought and manners; due regard for propriety in speech or action.
FAQs About the word modesty
σεμνότητα
freedom from vanity or conceit, formality and propriety of mannerThe quality or state of being modest; that lowly temper which accompanies a moderate estimate o
Σωφροσύνη,Ταπεινότητα,Ταπεινότητα,πράοτης,αποδοχή,συμμόρφωση,σεβασμός,ειλικρίνεια ,ταπεινότητα,παθητικότητα
επιθετικότητα,αλαζονεία,διεκδικητικότητα,υπόθεση,στάση,τόλμη,θράσος,θρασύτητα,εγωισμός,Εγωισμός
modestness => μετριοφροσύνη, modestly => μετριοπαθώς, modest petrovich mussorgsky => Μοντέστ Πέτροβιτς Μουσόργκσκι, modest petrovich moussorgsky => Μοντέστ Πετρόβιτς Μουσόργκσκι, modest mussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι,