Greek Meaning of modernly

σύγχρονα

Other Greek words related to σύγχρονα

Definitions and Meaning of modernly in English

Webster

modernly (adv.)

In modern times.

FAQs About the word modernly

σύγχρονα

In modern times.

Σύγχρονο,τρέχων,Σχεδιαστής,μοντέρνος,μοντερνιστικός,νέος,κομψό,φουτουριστικός,ζεστό,τελευταίος

Αιωνόβιος,αναχρονιστικός,αρχαίος,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός,παρελθόν,χρονολογημένος,πρώην

modernizing => εκσυγχρονίζω, modernizer => εκσυγχρονιστής, modernized => μοντέρνος, modernize => εκσυγχρονίζω, modernization => εκσυγχρονισμός,