Greek Meaning of retro

ρετρό

Other Greek words related to ρετρό

Definitions and Meaning of retro in English

Wordnet

retro (n)

a fashion reminiscent of the past

Wordnet

retro (s)

affecting things past

FAQs About the word retro

ρετρό

a fashion reminiscent of the past, affecting things past

αντίκα,vintage,ξεπερασμένος,πρώην,ιστορικός,ιστορικός,παλιομοδίτικος,ο παλαιός κόσμος,παλαιάς κοπής,γραφικό

σικ,Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,ζεστό,Mod,μοντέρνος,μοντερνιστής,μοντερνιστικός,νέος

retriment => μείωση, retrim => επανατοποθέτηση, retrieving => ανεύρεση, retriever => ριτρίβερ, retrievement => ανάληψη,