Greek Meaning of age-old
Αιωνόβιος
Other Greek words related to Αιωνόβιος
- αρχαίος
- μεσαιωνικός
- παλιό
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- πάχνη
- πολιός
- άναρχος
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- παραδοσιακό
- γήρανση
- Αθάνατος
- γήρανση
- αρχαϊκός
- κλασικός
- κλασικός
- χρονολογημένος
- χωρίς ημερομηνία
- ανθεκτικός
- ανθεκτικός
- μπαγιάτικος
- γεροντικός
- διαρκής
- μεσαιωνικός
- μουχλιασμένος
- Νωαχικός
- παρωχημένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- μόνιμο
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- ρετρό
- χρόνιος
- διαχρονικός
- δοκιμασμένο από το χρόνο
- παλιός
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- vintage
- παρελθόν
Nearest Words of age-old
- agerasia => αγεραστικότητα
- ageratina => Αγερατίνα
- ageratina altissima => αγεράτινα η υψηλότερη
- ageratum => Αγεράτω
- ageratum houstonianum => Ageratum houstonianum
- age-related => σχετιζόμενο με την ηλικία
- age-related macular degeneration => Ηλικιακή εκφύλιση ωχράς κηλίδας
- aggeneration => Συσσώρευση
- agger => Ανάχωμα
- aggerate => υπερβάλλω
Definitions and Meaning of age-old in English
age-old (s)
belonging to or lasting from times long ago
FAQs About the word age-old
Αιωνόβιος
belonging to or lasting from times long ago
αρχαίος,μεσαιωνικός,παλιό,σεβάσμιος,ηλικιωμένοι,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός,πάχνη
μοντέρνος,νέος,πρόσφατος,Νεαρός,Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,τελευταίος,μυθιστόρημα,σύγχρονος
agentship => πρακτορείο, agentive role => ενεργητικός ρόλος, agent-in-place => μυστικός πράκτορας, agential => αιτιολογικός, agent provocateur => Πράκτορας προβοκάτορας,