Greek Meaning of age-old

Αιωνόβιος

Other Greek words related to Αιωνόβιος

Definitions and Meaning of age-old in English

Wordnet

age-old (s)

belonging to or lasting from times long ago

FAQs About the word age-old

Αιωνόβιος

belonging to or lasting from times long ago

αρχαίος,μεσαιωνικός,παλιό,σεβάσμιος,ηλικιωμένοι,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός,πάχνη

μοντέρνος,νέος,πρόσφατος,Νεαρός,Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,τελευταίος,μυθιστόρημα,σύγχρονος

agentship => πρακτορείο, agentive role => ενεργητικός ρόλος, agent-in-place => μυστικός πράκτορας, agential => αιτιολογικός, agent provocateur => Πράκτορας προβοκάτορας,