Greek Meaning of classical
κλασικός
Other Greek words related to κλασικός
- Σύγχρονο
- τρέχων
- μοντέρνος
- μοντέρνος
- νέος
- μη παραδοσιακός
- σύγχρονος
- μη συμβατικό
- μη παραδοσιακό
- φουτουριστικός
- Υψηλής τεχνολογίας
- ζεστό
- τελευταίος
- μοντερνιστικός
- καινούργιος
- πρωτότυπο
- προοδευτικός
- φλογερός
- επαναστατικός
- Τελευταίας τεχνολογίας
- υπερσύγχρονο
- ασυνήθιστο
- Ενημερωμένος
- νέα εποχή
- ασυνήθιστος
- ενημερωμένος/-η/-ο
- Υψηλής τεχνολογίας
- Mod
- nonkonformistas
- Διαστημική εποχή
- ανορθόδοξος
- άνευ προηγουμένου
- νέας μόδας
- ανορθόδοξος
- υπερσύγχρονος
Nearest Words of classical
- classic hemochromatosis => Κλασσική αιμοχρωμάτωση
- classic => κλασικός
- classible => κλασικός
- classes => τάξεις
- classed => ταξινομημένο
- class-conscious => Ταξικά συνειδητός
- class-action suit => Αγωγή συλλογικής αγωγής
- class zygomycetes => Τάξη Ζυγομύκητες
- class xanthophyceae => Τάξη Ξανθοφυκώδη
- class warfare => ταξική πάλη
- classical architecture => κλασική αρχιτεκτονική
- classical ballet => Κλασικό μπαλέτο
- classical conditioning => Κλασματοποίηση
- classical greek => αρχαία ελληνική
- classical haemophilia => Κλασική αιμορροφιλία
- classical hemophilia => Κλασική αιμορροφιλία
- classical latin => Κλασική λατινική
- classical mechanics => Κλασική μηχανική
- classical music => Κλασική μουσική
- classical mythology => Κλασσική μυθολογία
Definitions and Meaning of classical in English
classical (n)
traditional genre of music conforming to an established form and appealing to critical interest and developed musical taste
classical (a)
of or relating to the first significant period of a civilization, culture, area of study, etc.
of or relating to the study of the literary works of ancient Greece and Rome
classical (s)
of or relating to the languages used by ancient standard authors
well-known and long-established in form or style
(physics) relating to or based on concepts that preceded the theories of relativity and quantum mechanics
of or relating to music in the European tradition, such as symphonies and operas
of or pertaining to or characteristic of the ancient Greeks and Romans, especially their art, literature, or culture
classical (n.)
Of or relating to the first class or rank, especially in literature or art.
Of or pertaining to the ancient Greeks and Romans, esp. to Greek or Roman authors of the highest rank, or of the period when their best literature was produced; of or pertaining to places inhabited by the ancient Greeks and Romans, or rendered famous by their deeds.
Conforming to the best authority in literature and art; chaste; pure; refined; as, a classical style.
FAQs About the word classical
κλασικός
traditional genre of music conforming to an established form and appealing to critical interest and developed musical taste, of or relating to the first signifi
συμβατικός,συνήθης,παραδοσιακό,αυθεντικός,ιστορικός,ιστορικός,παλιό,προγραφικός,συνήθης,ηλικιωμένοι
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,μοντέρνος,νέος,μη παραδοσιακός,σύγχρονος,μη συμβατικό,μη παραδοσιακό,φουτουριστικός
classic hemochromatosis => Κλασσική αιμοχρωμάτωση, classic => κλασικός, classible => κλασικός, classes => τάξεις, classed => ταξινομημένο,