Greek Meaning of nonorthodox

ανορθόδοξος

Other Greek words related to ανορθόδοξος

Definitions and Meaning of nonorthodox in English

nonorthodox

unconventional, unorthodox, not conforming to established doctrine, of or relating to branches of Judaism other than Orthodox Judaism

FAQs About the word nonorthodox

ανορθόδοξος

unconventional, unorthodox, not conforming to established doctrine, of or relating to branches of Judaism other than Orthodox Judaism

διαφωνούντας,διαφωνούντας,μη συμβατικό,διαφωνών,αιρετικός,αιρετικός,ετερόδοξος,εικονοκλαστικός,αντικομφορμιστής,nonkonformistas

συμβατικός,ορθόδοξος,συμμορφούμενος,συμμορφωμένος

nonoperative => μη χειρουργικός, nonoperating => μη λειτουργικός, nonofficial => ανεπίσημος, nonobvious => Μη προφανές, nonobscene => μη άσεμνος,