Greek Meaning of conforming
συμμορφούμενος
Other Greek words related to συμμορφούμενος
- προσεγγίζοντας
- περίπου
- συνεισπίπτων
- Συμφωνούσα
- συνεπής
- Σύμφωνο
- Ανταλλάξιμος
- Εναλλάξιμος
- περιττός
- αντικαταστάσιμο
- δίδυμος
- ανάλογος
- κοντά
- ισότιμος
- Συγγενής
- συμπτωματικός
- συγκρίσιμος
- έμφυτος
- αντίστοιχος
- αντίγραφο
- ίδιος
- ισοδύναμο
- ταυτόσημος
- αδιαφοροποίητα
- σαν
- ταιριαστό
- παράλληλος
- παρόμοιος
- παρόμοιος
- ίδιος
- ο ίδιος
- παρόμοιος
- τέτοιος
- Εγώ επίσης
- συγγενής
- όμοιος
- Συντονίζω
- Ανταποκριτής
- επίσης
- ακόμα
- όμοιος
- τέτοιο
- συνώνυμο
- ισοδύναμο
Nearest Words of conforming
Definitions and Meaning of conforming in English
conforming (s)
adhering to established customs or doctrines (especially in religion)
FAQs About the word conforming
συμμορφούμενος
adhering to established customs or doctrines (especially in religion)
προσεγγίζοντας,περίπου,συνεισπίπτων,Συμφωνούσα,συνεπής,Σύμφωνο,Ανταλλάξιμος,Εναλλάξιμος,περιττός,αντικαταστάσιμο
αντιθετική,αντιφατικός,αντίθετος,διαφορετικός,διαφορετικός,διαφορετικός,μακρινό,διακριτός,διακριτικός,διακριτός
conformator => κονφορματόρος, conformational entropy => Συνδιαμορφωτική εντροπία, conformation => Διάπλαση, conformance => συμμόρφωση, conformal projection => Συμμορφική προβολή,