Greek Meaning of conform

Συμμορφώνω

Other Greek words related to Συμμορφώνω

Definitions and Meaning of conform in English

Wordnet

conform (v)

be similar, be in line with

adapt or conform oneself to new or different conditions

FAQs About the word conform

Συμμορφώνω

be similar, be in line with, adapt or conform oneself to new or different conditions

συμπίπτειν,Αντιστοιχεί.,κατάλληλο,συμφωνία,συμφωνώ,ευθυγραμμίζω,απάντηση,έλεγχος,Συνεκτικός,θύρα

Αντιφάσκεται,διαφέρειν (από),διαφωνώ (με),σύγκρουση,διαμάχη,αρνούμαι,ακυρώνω,Σύγκρουση,διαψεύδω,Γυάλα

conflux => Συρροή, confluent => συνρρέουσες, confluence => συμβολή, conflicting => Αντιφατικό, conflict of interest => Σύγκρουση συμφερόντων,