Greek Meaning of conformism

συμμορφισμός

Other Greek words related to συμμορφισμός

Definitions and Meaning of conformism in English

Wordnet

conformism (n)

orthodoxy in thoughts and belief

FAQs About the word conformism

συμμορφισμός

orthodoxy in thoughts and belief

αποδοχή,συμμόρφωση,υπακοή,υπακοή,παθητικότητα,παθητικότητα,υπαγωγή,Θέληση,ευκολία ,Πειθαρχία

πρόκληση,ανυπομονησία,ανυπακοή,Απείθεια,αντίσταση,αντίθεση,δυσκολία,απειθαρχία,αυθαιρεσία

conforming => συμμορφούμενος, conformator => κονφορματόρος, conformational entropy => Συνδιαμορφωτική εντροπία, conformation => Διάπλαση, conformance => συμμόρφωση,