Greek Meaning of intractability
δυσκολία
Other Greek words related to δυσκολία
- πρόκληση
- Ασεβεια
- εξέγερση
- ανταρσία
- απειθαρχία
- αυθαιρεσία
- μπόζο
- αντίθεση
- ανυπακοή
- ανυπακοή
- Απείθεια
- θόρυβος
- ανθυγία
- αγένεια
- Εμμονή
- αναρχία
- κακοτροπία
- παραξενιά
- Πολιτική ανυπακοή
- επιμονή
- θράσος
- Αγενεια
- Θράσος
- απροσεξία
- απρονοησία
- Θράσσος
- σκανταλιά
- σκανταλιά
- πείσμα
- Επιμονή
- ευερεθιστότητα
- επιμονή
- διαστροφή
- Πεισματικότητα
- Αυτοθέληση
- επιμονή
- επιμονή, εμμονή
- αγνωμοσύνη
- πείσμα
- Μη συνεργασία
Nearest Words of intractability
- intracranial cavity => Ενδοκρανιακή κοιλότητα
- intracranial aneurysm => Εγκεφαλικό ανεύρυσμα
- intracranial => ενδοκρανιακό
- intracolic => ενδοκολικός
- intracerebral => ενδοεγκεφαλικός
- intracellular fluid => Ενδοκυτταρικό υγρό
- intracellular => ενδοκυτταρικός
- intracapsular surgery => Ενδοκαψική επέμβαση
- intraaxillary => Ενδομασχάλιος
- intra vires => εντός εξουσιών
- intractable => αδάμαστος
- intractableness => απροσηγορία
- intractably => δυσμετάβλητα
- intractile => ανένδοτος
- intracutaneous => ενδοδερμική
- intradepartmental => Ενδοϋπουργικός
- intradermal => ενδοδερμική
- intradermal injection => Ενδοδερμική ένεση
- intradermal test => ενδοδερμική δοκιμή
- intradermally => ενδοδερμικά
Definitions and Meaning of intractability in English
intractability (n)
the trait of being hard to influence or control
intractability (n.)
The quality of being intractable; intractableness.
FAQs About the word intractability
δυσκολία
the trait of being hard to influence or controlThe quality of being intractable; intractableness.
πρόκληση,Ασεβεια,εξέγερση,ανταρσία,απειθαρχία,αυθαιρεσία,μπόζο,αντίθεση,ανυπακοή,ανυπακοή
ευγένεια,ευκολία ,φιλικότητα,συμμόρφωση,υπακοή,υποβολή,υπαγωγή,προσαρμοστικότητα,σεβασμός,υποτακτικότητα
intracranial cavity => Ενδοκρανιακή κοιλότητα, intracranial aneurysm => Εγκεφαλικό ανεύρυσμα, intracranial => ενδοκρανιακό, intracolic => ενδοκολικός, intracerebral => ενδοεγκεφαλικός,