Greek Meaning of intractability

δυσκολία

Other Greek words related to δυσκολία

Definitions and Meaning of intractability in English

Wordnet

intractability (n)

the trait of being hard to influence or control

Webster

intractability (n.)

The quality of being intractable; intractableness.

FAQs About the word intractability

δυσκολία

the trait of being hard to influence or controlThe quality of being intractable; intractableness.

πρόκληση,Ασεβεια,εξέγερση,ανταρσία,απειθαρχία,αυθαιρεσία,μπόζο,αντίθεση,ανυπακοή,ανυπακοή

ευγένεια,ευκολία ,φιλικότητα,συμμόρφωση,υπακοή,υποβολή,υπαγωγή,προσαρμοστικότητα,σεβασμός,υποτακτικότητα

intracranial cavity => Ενδοκρανιακή κοιλότητα, intracranial aneurysm => Εγκεφαλικό ανεύρυσμα, intracranial => ενδοκρανιακό, intracolic => ενδοκολικός, intracerebral => ενδοεγκεφαλικός,