Greek Meaning of pigheadedness

Πεισματικότητα

Other Greek words related to Πεισματικότητα

Definitions and Meaning of pigheadedness in English

Wordnet

pigheadedness (n)

resolute adherence to your own ideas or desires

FAQs About the word pigheadedness

Πεισματικότητα

resolute adherence to your own ideas or desires

πεισματικότητα,Αποφασιστικότητα,επιμονή,αδιαλλαξία,πείσμα,Επιμονή,επιμονή,επιμονή,επιμονή,αποφασίζω

αποδοχή,αποδοχή,συμμόρφωση,υπακοή,ευελιξία,υπακοή,ευκαμψία,Ευκαμψία,λογικότητα,δεκτικότητα

pig-headedly => πεισματικά, pig-headed => Πεισματάρης, pigheaded => πεισματάρης, piggyback plant => Φυτό πλάτης, piggyback => Στην πλάτη,