Greek Meaning of narrow-mindedness

στενοκεφαλιά

Other Greek words related to στενοκεφαλιά

Definitions and Meaning of narrow-mindedness in English

Wordnet

narrow-mindedness (n)

an inclination to criticize opposing opinions or shocking behavior

FAQs About the word narrow-mindedness

στενοκεφαλιά

an inclination to criticize opposing opinions or shocking behavior

φανατισμός,δυσανεξία,σεχταρισμός,Δογματισμός,αντιφιλελευθερισμός,απουσία φιλελευθερισμού,Τοπικισμός,κομματισμός,Στενότητα πνεύματος,συντηρητισμός

Φιλελευθερισμός,Φιλελευθερισμός,ανεκτικότητα,ανεκτικότητα,Ανοιχτό μυαλό,Πρόοδος,προοδευτικότητα

narrow-mindedly => στενόμυαλα, narrow-minded => Τετράγωνος, narrowly => οριακά, narrow-leaved white-topped aster => Στενόφυλλος αστέρας με λευκή κορυφή, narrow-leaved water plantain => Στενόφυλλος άλισμα,