Greek Meaning of broad-mindedness
ανεκτικότητα
Other Greek words related to ανεκτικότητα
Nearest Words of broad-mindedness
- broad-mindedly => ευρύχωρα
- broad-minded => Μεγάλο πνεύμα
- broadly speaking => γενικά
- broadly => ευρέως
- broadloom => Φαρδύς ταπήτας
- broad-leaved twayblade => πλατύφυλλος τριφυλλόρχις
- broad-leaved plantain => Φαρμακευτική πλαντάγκο
- broad-leaved montia => Μοντία η οπισθοφυλλόφυλλος
- broad-leaved everlasting pea => Λάθυρος ο ευρύφυλλος
- broad-leaved dock => Λαπάθο
Definitions and Meaning of broad-mindedness in English
broad-mindedness (n)
an inclination to tolerate or overlook opposing or shocking opinions or behavior
FAQs About the word broad-mindedness
ανεκτικότητα
an inclination to tolerate or overlook opposing or shocking opinions or behavior
αδιαφορία,ανεκτικότητα,απάθεια,Ανοιχτό μυαλό,αδιαφορία,Απόσπαση,Αδιαφορία,αδιαφορία,ιδιότητα του μετόχου,Αμεροληψία
Προκατάληψη,σοβινισμός,χάρη,μεροληψία,μεροληψία,κομματισμός,προκατάληψη,κλίση,νεποτισμός,αντικειμενικότητα
broad-mindedly => ευρύχωρα, broad-minded => Μεγάλο πνεύμα, broadly speaking => γενικά, broadly => ευρέως, broadloom => Φαρδύς ταπήτας,