Greek Meaning of objectivity

αντικειμενικότητα

Other Greek words related to αντικειμενικότητα

Definitions and Meaning of objectivity in English

Wordnet

objectivity (n)

judgment based on observable phenomena and uninfluenced by emotions or personal prejudices

Webster

objectivity (n.)

The state, quality, or relation of being objective; character of the object or of the objective.

FAQs About the word objectivity

αντικειμενικότητα

judgment based on observable phenomena and uninfluenced by emotions or personal prejudicesThe state, quality, or relation of being objective; character of the o

Αμεροληψία,ουδετερότητα,Ο ουδετερότητα,Αντικειμενικότητα,Απόσπαση,Αδιαφορία,αδιαφορία,ιδιότητα του μετόχου,Αμεροληψία,αμεροληψία

Προκατάληψη,χάρη,μεροληψία,μεροληψία,κομματισμός,προκατάληψη,υποκειμενικότητα,σοβινισμός,κλίση,νεποτισμός

objectiveness => Αντικειμενικότητα, objectively => αντικειμενικά, objective lens => Αντικειμενικός φακός, objective case => αιτιατική, objective => Στόχος,