Greek Meaning of equity
ιδιότητα του μετόχου
Other Greek words related to ιδιότητα του μετόχου
Nearest Words of equity
- equity credit line => Πιστωτική γραμμή μετοχικού κεφαλαίου
- equivalence => ισοδυναμία
- equivalency => ισοτιμία
- equivalent => ισοδύναμο
- equivalent weight => Εquivalent weight
- equivalent word => ισοδύναμη λέξη
- equivalent-binary-digit factor => Παράγοντας ισοδύναμου δυαδικού ψηφίου
- equivalently => ισοδύναμα
- equivalue => ισοδύναμο
- equivalve => Δίθυρος
Definitions and Meaning of equity in English
equity (n)
the difference between the market value of a property and the claims held against it
the ownership interest of shareholders in a corporation
conformity with rules or standards
equity (n.)
Equality of rights; natural justice or right; the giving, or desiring to give, to each man his due, according to reason, and the law of God to man; fairness in determination of conflicting claims; impartiality.
An equitable claim; an equity of redemption; as, an equity to a settlement, or wife's equity, etc.
A system of jurisprudence, supplemental to law, properly so called, and complemental of it.
FAQs About the word equity
ιδιότητα του μετόχου
the difference between the market value of a property and the claims held against it, the ownership interest of shareholders in a corporation, conformity with r
ουδετερότητα,Ο ουδετερότητα,Αντικειμενικότητα,αντικειμενικότητα,Αδιαφορία,αδιαφορία,Αμεροληψία,Δικαιοσύνη,Αμεροληψία,Δικαιοσύνη
Προκατάληψη,χάρη,μεροληψία,μεροληψία,κομματισμός,προκατάληψη,σοβινισμός,κλίση,νεποτισμός,αντικειμενικότητα
equities => Μετοχές, equites => Ιππότες, equitemporaneous => ταυτόχρονος, equitation => Ιππασία, equitant => Ισοπεριμετρικός,