Greek Meaning of partiality
μεροληψία
Other Greek words related to μεροληψία
Nearest Words of partiality
- partialist => μεροληπτικός
- partialism => μεροληψία
- partial verdict => Μερική απόφαση
- partial veil => Μερικό πέπλο
- partial tone => Μερικός τόνος
- partial eclipse => Μερική έκλειψη
- partial differential equation => Μερική διαφορική εξίσωση
- partial derivative => Παραγώγος μερικός
- partial denture => μερική οδοντοστοιχία
- partial correlation => Μερική συσχέτιση
Definitions and Meaning of partiality in English
partiality (n)
a predisposition to like something
an inclination to favor one group or view or opinion over alternatives
partiality (n.)
The quality or state of being partial; inclination to favor one party, or one side of a question, more than the other; undue bias of mind.
A predilection or inclination to one thing rather than to others; special taste or liking; as, a partiality for poetry or painting.
FAQs About the word partiality
μεροληψία
a predisposition to like something, an inclination to favor one group or view or opinion over alternativesThe quality or state of being partial; inclination to
Προκατάληψη,κομματισμός,προκατάληψη,τάση,σοβινισμός,Φατριασμός,χάρη,μεροληψία,νεποτισμός,αντικειμενικότητα
Αμεροληψία,αδιαφορία,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα,απέχθεια,Ήρεμος,Απόσπαση,Αντιπάθεια,Αηδία,Ανοιχτό μυαλό
partialist => μεροληπτικός, partialism => μεροληψία, partial verdict => Μερική απόφαση, partial veil => Μερικό πέπλο, partial tone => Μερικός τόνος,