FAQs About the word participantly

συμμετοχικά

In a participant manner.

No synonyms found.

No antonyms found.

participant role => ρόλος συμμετέχοντα, participant => συμμετέχοντας, participable => Συμμετοχικός, partible => Διαιρετό, partibility => Διαιρετότητα,