Greek Meaning of partibility
Διαιρετότητα
Other Greek words related to Διαιρετότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of partibility
- partible => Διαιρετό
- participable => Συμμετοχικός
- participant => συμμετέχοντας
- participant role => ρόλος συμμετέχοντα
- participantly => συμμετοχικά
- participate => συμμετέχει
- participated => συμμετείχε
- participating => συμμετέχων
- participation => Συμμετοχή
- participation financing => συμμετοχική χρηματοδότηση
Definitions and Meaning of partibility in English
partibility (n.)
The quality or state of being partible; divisibility; separability; as, the partibility of an inherttance.
FAQs About the word partibility
Διαιρετότητα
The quality or state of being partible; divisibility; separability; as, the partibility of an inherttance.
No synonyms found.
No antonyms found.
partialness => μεροληψία, partially => εν μέρει, partialize => μερικός, partiality => μεροληψία, partialist => μεροληπτικός,