Greek Meaning of partialism
μεροληψία
Other Greek words related to μεροληψία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of partialism
- partial verdict => Μερική απόφαση
- partial veil => Μερικό πέπλο
- partial tone => Μερικός τόνος
- partial eclipse => Μερική έκλειψη
- partial differential equation => Μερική διαφορική εξίσωση
- partial derivative => Παραγώγος μερικός
- partial denture => μερική οδοντοστοιχία
- partial correlation => Μερική συσχέτιση
- partial breach => μερική παραβίαση
- partial abortion => Μερική άμβλωση
Definitions and Meaning of partialism in English
partialism (n.)
Partiality; specifically (Theol.), the doctrine of the Partialists.
FAQs About the word partialism
μεροληψία
Partiality; specifically (Theol.), the doctrine of the Partialists.
No synonyms found.
No antonyms found.
partial verdict => Μερική απόφαση, partial veil => Μερικό πέπλο, partial tone => Μερικός τόνος, partial eclipse => Μερική έκλειψη, partial differential equation => Μερική διαφορική εξίσωση,