Greek Meaning of partial denture
μερική οδοντοστοιχία
Other Greek words related to μερική οδοντοστοιχία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of partial denture
- partial derivative => Παραγώγος μερικός
- partial differential equation => Μερική διαφορική εξίσωση
- partial eclipse => Μερική έκλειψη
- partial tone => Μερικός τόνος
- partial veil => Μερικό πέπλο
- partial verdict => Μερική απόφαση
- partialism => μεροληψία
- partialist => μεροληπτικός
- partiality => μεροληψία
- partialize => μερικός
Definitions and Meaning of partial denture in English
partial denture (n)
a denture replacing one or more teeth in a dental arch
FAQs About the word partial denture
μερική οδοντοστοιχία
a denture replacing one or more teeth in a dental arch
No synonyms found.
No antonyms found.
partial correlation => Μερική συσχέτιση, partial breach => μερική παραβίαση, partial abortion => Μερική άμβλωση, partial => μερικός, parti pris => Προκατάληψη,