Greek Meaning of partial abortion
Μερική άμβλωση
Other Greek words related to Μερική άμβλωση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of partial abortion
- partial breach => μερική παραβίαση
- partial correlation => Μερική συσχέτιση
- partial denture => μερική οδοντοστοιχία
- partial derivative => Παραγώγος μερικός
- partial differential equation => Μερική διαφορική εξίσωση
- partial eclipse => Μερική έκλειψη
- partial tone => Μερικός τόνος
- partial veil => Μερικό πέπλο
- partial verdict => Μερική απόφαση
- partialism => μεροληψία
Definitions and Meaning of partial abortion in English
partial abortion (n)
termination of pregnancy without expulsion of all of the products of conception
FAQs About the word partial abortion
Μερική άμβλωση
termination of pregnancy without expulsion of all of the products of conception
No synonyms found.
No antonyms found.
partial => μερικός, parti pris => Προκατάληψη, parthian => Πάρθων, parthia => Παρθία, parthenote => Απλόωο,