Greek Meaning of partial
μερικός
Other Greek words related to μερικός
- αδιάφορος
- ίδιος
- δίκαιος
- αμερόληπτος
- δίκαιο
- ειλικρινής
- αμερόληπτος
- ανεξάρτητος
- ουδέτερος
- ακομμάτιστος
- Στόχος
- ανοιχτό
- λογικός
- δεκτικός
- αντικειμενικός
- αντικειμενικός
- αυτόνομος
- αμερόληπτη
- κρύος
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- μακρινό
- απρόσωπος
- μόνο
- απομακρυσμένος
- απόμακρος
- αδιάφορος
- πεισματάρης
- αδιάφορος
- ανοιχτόμυαλος
- πειστικός
- Ανεπηρέαστος
- ανέμπνευστος
- αδιάφορος
- αδιάφορος
Nearest Words of partial
- parti pris => Προκατάληψη
- parthian => Πάρθων
- parthia => Παρθία
- parthenote => Απλόωο
- parthenon => Παρθενώνας
- parthenogeny => παρθενογένεση
- parthenogenitive => παρθενογενετικός
- parthenogenesis => παρθενογένεση
- parthenocissus tricuspidata => Παρθενόκισσος
- parthenocissus quinquefolia => Παρθενόκισσος η πενταφύλλου
- partial abortion => Μερική άμβλωση
- partial breach => μερική παραβίαση
- partial correlation => Μερική συσχέτιση
- partial denture => μερική οδοντοστοιχία
- partial derivative => Παραγώγος μερικός
- partial differential equation => Μερική διαφορική εξίσωση
- partial eclipse => Μερική έκλειψη
- partial tone => Μερικός τόνος
- partial veil => Μερικό πέπλο
- partial verdict => Μερική απόφαση
Definitions and Meaning of partial in English
partial (n)
the derivative of a function of two or more variables with respect to a single variable while the other variables are considered to be constant
a harmonic with a frequency that is a multiple of the fundamental frequency
partial (s)
being or affecting only a part; not total
(followed by `of' or `to') having a strong preference or liking for
partial (a)
showing favoritism
partial (n.)
Of, pertaining to, or affecting, a part only; not general or universal; not total or entire; as, a partial eclipse of the moon.
Inclined to favor one party in a cause, or one side of a question, more then the other; baised; not indifferent; as, a judge should not be partial.
Having a predelection for; inclined to favor unreasonably; foolishly fond.
Pertaining to a subordinate portion; as, a compound umbel is made up of a several partial umbels; a leaflet is often supported by a partial petiole.
FAQs About the word partial
μερικός
the derivative of a function of two or more variables with respect to a single variable while the other variables are considered to be constant, a harmonic with
προκατειλημμένος,έγχρωμος,Διαστρεβλωμένο,εχθρικός,μονόπλευρος,μεροληπτικός,ανήσυχος,επηρεασμένο,ενδιαφέρομαι,Προκατάληψη
αδιάφορος,ίδιος,δίκαιος,αμερόληπτος,δίκαιο,ειλικρινής,αμερόληπτος,ανεξάρτητος,ουδέτερος,ακομμάτιστος
parti pris => Προκατάληψη, parthian => Πάρθων, parthia => Παρθία, parthenote => Απλόωο, parthenon => Παρθενώνας,