Greek Meaning of prejudiced
προκατειλημμένος
Other Greek words related to προκατειλημμένος
- αδιάφορος
- ίδιος
- δίκαιος
- αμερόληπτος
- δίκαιο
- ειλικρινής
- αμερόληπτος
- ανεξάρτητος
- ουδέτερος
- ακομμάτιστος
- Στόχος
- ανοιχτό
- λογικός
- δεκτικός
- αντικειμενικός
- αντικειμενικός
- απόμακρος
- αυτόνομος
- αμερόληπτη
- κρύος
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- μακρινό
- απρόσωπος
- αδιάφορος
- μόνο
- ανοιχτόμυαλος
- αδιάφορος
- πεισματάρης
- Αδιάφορος
- πειστικός
- απομακρυσμένος
- Ανεπηρέαστος
- ανέμπνευστος
- αδιάφορος
- αδιάφορος
Nearest Words of prejudiced
Definitions and Meaning of prejudiced in English
prejudiced (s)
emanating from a person's emotions and prejudices
prejudiced (a)
being biased or having a belief or attitude formed beforehand
FAQs About the word prejudiced
προκατειλημμένος
emanating from a person's emotions and prejudices, being biased or having a belief or attitude formed beforehand
προκατειλημμένος,Διαστρεβλωμένο,εχθρικός,μερικός,μεροληπτικός,έγχρωμος,ανήσυχος,επηρεασμένο,ενδιαφέρομαι,μονόπλευρος
αδιάφορος,ίδιος,δίκαιος,αμερόληπτος,δίκαιο,ειλικρινής,αμερόληπτος,ανεξάρτητος,ουδέτερος,ακομμάτιστος
prejudice => προκατάληψη, prejudgment => προκατάληψη, prejudgement => προκατάληψη, prejudge => προκαταλήψεις, preisolate => Προαπομονωμένο,