Greek Meaning of predisposed
προδιάθετος
Other Greek words related to προδιάθετος
Nearest Words of predisposed
Definitions and Meaning of predisposed in English
predisposed (s)
made susceptible
FAQs About the word predisposed
προδιάθετος
made susceptible
Επιδεκτικός,διατεθειμένος,επικλινής,νους,επιρρεπής,πρόθυμος,φιλόξενος,ευχάριστος,συμβατός,συνεταιρισμός
απρόθυμος,απρόθυμος,αποστροφή,απρόθυμος,αποκρουστικός,συγκρατημένος,απείθαρχος,
predispose => προδιαθέτειν, predilection => προτίμηση, predigested => Προχυλωμένος, predigest => Προχωνεύω, predictor variable => Μεταβλητή πρόβλεψης,