Greek Meaning of enthused

ενθουσιώδης

Other Greek words related to ενθουσιώδης

Definitions and Meaning of enthused in English

enthused

feeling or showing enthusiasm

FAQs About the word enthused

ενθουσιώδης

feeling or showing enthusiasm

ανήσυχος,πρόθυμος,πρόθυμος,ενθουσιώδης,ενθουσιασμένος,ανυπόμονος,ανυπόμονος,φλογερός,επιθυμητός,μεγάλος, καταπληκτικός

αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,αδιάφορος,αδιάφορος,απόμακρος,αποσπασμένος

enthroning => ενθρόνιση, enthrones => Ανθρονίζει, enthroned => ενθρονισμένος, entertainments => ψυχαγωγία, enterprises => επιχειρήσεις,