FAQs About the word hopped-up

υπερκινητικός

(of an automobile) having the engine modified to give extra power, under the influence of narcotics

εθισμένος,ανατιναγμένη,υψηλός,εθισμένος,φορτωμένο,σκισμένος,αραιωμένο,πέτρινος,σπαταλημένος,ράκος

Καθαρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό

hopped => πήδησε, hop-o'-my-thumb => Ανθρωπάκι, hoplite => Οπλίτης, hopkinson => Χόπκινσον, hopkins => Χόπκινς,