Greek Meaning of spaced-out
αποκομμένος
Other Greek words related to αποκομμένος
- παράξενος/η
- τρελός
- περίεργος
- εκκεντρικός
- ασταθής
- αστείο
- μονός
- περίεργος
- αξιοσημείωτος
- περίεργο
- περίεργος
- μη φυσιολογικός
- γκρινιάρης
- Φανταστικός
- πολύ μακριά
- φάνκι
- σγουρός
- παράξενος
- παράξενος
- ασυνήθιστος
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- Εξαίρετος
- γραφικό
- κουίρ
- παράξενο
- εκκεντρικός
- σπάνιος
- ρούμι
- τρελός
- ασυνήθιστος
- μη συμβατικό
- μοναδικός
- ασυνήθιστο
- τρελός
- τέλος
- παράξενος
- περίεργος
- Άγρια
- Παράξενος
- παράξενος
- εκκεντρικός
- <ins>μπερδεμένος</ins>
- Φρικτός
- άτυπος
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- ενοχλητικός
- εμφανής
- ευέξαπτος
- εξαιρετικός
- φανταστικός
- φολιδωτός
- τέρας
- τρομακτικός
- περίεργος
- Ιδιοσυγκρασιακός
- μυστηριώδης
- nonkonformistas
- αξιοσημείωτος
- αισθητός
- σκανδαλώδης
- Εξαιρετικός
- μπερδεμένος
- Φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- φαινομενικό
- εξέχων
- συγκεχυμένο
- εξέχων
- συγκλονιστικό
- ενικός
- εντυπωσιακός
- ανορθόδοξος
- ασυνήθιστος
- παράλογος
- ασυνήθιστος
Nearest Words of spaced-out
- spaced => αραιωμένο
- spacecraft event time => Ώρα εκδήλωσης διαστημικού σκάφους
- spacecraft clock time => Χρόνος ρολογιού διαστημικού σκάφους
- spacecraft => Διαστημόπλοιο
- space writer => Διαστημικός συγγραφέας
- space walk => Διαστημικός περίπατος
- space vehicle => Διαστημόπλοιο
- space travel => Ταξίδι στο διάστημα
- space station => Διαστημικός σταθμός
- space shuttle => Διαστημικό λεωφορείο
- spacefaring => διαστημικός
- spaceflight => Διαστημική πτήση
- spaceman => Αστροναύτης
- space-reflection symmetry => Συμμετρία χωρικής ανάκλασης
- spaceship => διαστημικό σκάφος
- spacesuit => διαστημική στολή
- space-time => χωρόχρονος
- space-time continuum => χωροχρονικό συνεχές
- spacewalk => Διαστημικός Περίπατος
- spacewalker => αστροναύτης
Definitions and Meaning of spaced-out in English
spaced-out (s)
stupefied by (or as if by) some narcotic drug
confused or disoriented as if intoxicated through taking a drug
FAQs About the word spaced-out
αποκομμένος
stupefied by (or as if by) some narcotic drug, confused or disoriented as if intoxicated through taking a drug
παράξενος/η,τρελός,περίεργος,εκκεντρικός,ασταθής,αστείο,μονός,περίεργος,αξιοσημείωτος,περίεργο
μέσος,συνηθισμένος,συντηρητικός,συμβατικός,κάθε μέρα,κήπος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα
spaced => αραιωμένο, spacecraft event time => Ώρα εκδήλωσης διαστημικού σκάφους, spacecraft clock time => Χρόνος ρολογιού διαστημικού σκάφους, spacecraft => Διαστημόπλοιο, space writer => Διαστημικός συγγραφέας,