Greek Meaning of rum
ρούμι
Other Greek words related to ρούμι
- παράξενος/η
- τρελός
- περίεργος
- εκκεντρικός
- ασταθής
- αστείο
- μονός
- περίεργος
- αξιοσημείωτος
- περίεργο
- ασυνήθιστο
- περίεργος
- μη φυσιολογικός
- γκρινιάρης
- εξαιρετικός
- Φανταστικός
- φάνκι
- σγουρός
- παράξενος
- παράξενος
- ασυνήθιστος
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- σκανδαλώδης
- Εξαίρετος
- γραφικό
- κουίρ
- παράξενο
- εκκεντρικός
- σπάνιος
- τρελός
- ασυνήθιστος
- μη συμβατικό
- μοναδικός
- τρελός
- τέλος
- παράξενος
- περίεργος
- Άγρια
- παράξενος
- εκκεντρικός
- <ins>μπερδεμένος</ins>
- Φρικτός
- άτυπος
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- ενοχλητικός
- εμφανής
- ευέξαπτος
- φανταστικός
- πολύ μακριά
- φολιδωτός
- τέρας
- τρομακτικός
- περίεργος
- Ιδιοσυγκρασιακός
- μυστηριώδης
- nonkonformistas
- αξιοσημείωτος
- αισθητός
- Εξαιρετικός
- μπερδεμένος
- Φαντασμαγορικός
- φανταστικός
- φαινομενικό
- εξέχων
- συγκεχυμένο
- εξέχων
- συγκλονιστικό
- ενικός
- αποκομμένος
- εντυπωσιακός
- ανορθόδοξος
- ασυνήθιστος
- Παράξενος
- παράλογος
- ασυνήθιστος
Nearest Words of rum
Definitions and Meaning of rum in English
rum (n)
liquor distilled from fermented molasses
a card game based on collecting sets and sequences; the winner is the first to meld all their cards
rum (s)
beyond or deviating from the usual or expected
rum (n.)
A kind of intoxicating liquor distilled from cane juice, or from the scummings of the boiled juice, or from treacle or molasses, or from the lees of former distillations. Also, sometimes used colloquially as a generic or a collective name for intoxicating liquor.
A queer or odd person or thing; a country parson.
rum (a.)
Old-fashioned; queer; odd; as, a rum idea; a rum fellow.
FAQs About the word rum
ρούμι
liquor distilled from fermented molasses, a card game based on collecting sets and sequences; the winner is the first to meld all their cards, beyond or deviati
παράξενος/η,τρελός,περίεργος,εκκεντρικός,ασταθής,αστείο,μονός,περίεργος,αξιοσημείωτος,περίεργο
μέσος,συνηθισμένος,συντηρητικός,συμβατικός,κάθε μέρα,κήπος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα
ruly => υπάκουος, rullichies => Ρούλιχις, rulingly => κυρίαρχα, ruling class => Κυρίαρχη τάξη, ruling => κυρίαρχος,